- θυηπόλιον
- θῠηπόλ-ιον, τό,A altar, Dorieus ap.Ath.10.413a:—also [suff] θῠηπολ-εῖον, τό, Rev.Ét.Gr.19.234 ([place name] Aphrodisias).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυηπόλιον — θυηπόλιον, τὸ (Α) [θυηπόλος] το θυηλολεῑον*, ο βωμός … Dictionary of Greek
θυηπολίου — θυηπόλιον altar neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηπολίων — θυηπόλιον altar neut gen pl θυηπολέω perform sacrifices pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηπολείον — θυηπολεῑον και θυηπόλιον, τὸ (Α) [θυηπολῶ] τόπος όπου γίνονταν θυσίες, βωμός … Dictionary of Greek
θύος — θύος, τὸ (Α) 1. θυσία, ιερή προσφορά 2. θυμίαμα 3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε… … Dictionary of Greek